ισοκαπιτώλιος

ισοκαπιτώλιος
ἰσοκαπιτώλιος, -ον (Α)
πάπ. (για αγώνες) ισάξιος ή ισότιμος με τα Καπιτώλ(ε)ια, τους αγώνες που γίνονταν στη Ρώμη προς τιμήν τού Διός Καπιτωλί(ν)ου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + Καπιτώλιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”